- τρομπόνι
- trombone
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
τρομπόνι — Πνευστό μουσικό όργανο, της οικογένειας των χάλκινων. Χρησιμοποιούμενο περίπου με το σημερινό σχήμα του από τον 14o αι., διαδιδόταν όλο και περισσότερο. Ο μοναχός Μαρέν Μερσέν (1588 1648) το κατέγραψε στη Γενική αρμονία (Harmonie universelle,… … Dictionary of Greek
τρομπόνι — το (λ. ιταλ.) 1. παλιό φορητό όπλο εμπροσθογεμές, που η κάννη του είχε σχήμα χοάνης ή σάλπιγγας. 2. χάλκινο πνευστό μουσικό όργανο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρομπονίστας — και τρομπονιστής, ο, Ν μουσικός που παίζει τρομπόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρομπόνι + κατάλ. ίστας (< ιταλ. κατάλ. ista), πρβλ. σαξοφων ίστας] … Dictionary of Greek
βομβάρδα — Γενική ονομασία των πρώτων πυροβόλων που κατασκευάστηκαν κατά το τέλος του 14ου αι. Οι β. κατασκευάζονταν από σίδερο ή σπανιότερα από ορείχαλκο. Αποτελούνταν από ένα εμπρόσθιο μέρος, το τρομπόνι, πολύ βραχύ και μεγάλης διαμέτρου, που δεχόταν την… … Dictionary of Greek
ορχήστρα — Στο αρχαίο ελληνικό θέατρο, ο χώρος όπου χόρευαν ή στέκονταν οι χορευτές. Η ο. ήταν κυκλικός και επίπεδος χώρος απέναντι από τους θεατές, λίγο χαμηλότερος από το επίπεδο της κατώτατης σειράς των καθισμάτων. Δεν αποτελούσε τέλειο κύκλο, γιατί ένα… … Dictionary of Greek
παρτιτούρα — (Μουσ.) Το σύνολο των διαφόρων φωνητικών και οργανικών μερών, που αποτελούν μια μουσική σύνθεση, και τα οποία, καταχωρούμενα το ένα κάτω από το άλλο, υποδεικνύουν κάθετα τα μουσικά όργανα και τις ανθρώπινες φωνές που προορίζονται για συνήχηση.… … Dictionary of Greek
πορτόνι — το, Ν η αυλόπορτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόρτα κατά τα ουδ. σε όνι (πρβλ. κανόνι, τρομπόνι)] … Dictionary of Greek
τενόρος — Λέγεται και οξύφωνος. Η οξύτερη από τις ανδρικές φωνές. Στο επτάκλειδο, που αποτελεί το σύνολο των 7 μουσικών κλειδιών, το κλειδί του τ., μαζί με τα κλειδιά της σοπράνο, της μετζοσοπράνο και της κοντράλτο, περιλαμβάνεται στην κλάση του ντο. Η… … Dictionary of Greek
τζαζ — (jazz). Είδος μουσικής που εμφανίστηκε στις ΗΠΑ κατά τα τέλη του 19ου αι.· λαϊκής καταγωγής αρχικά και για πολύ καιρό, διαδόθηκε κυρίως στις νότιες Πολιτείες και ιδιαίτερα στη Νέα Ορλεάνη, μεγάλο ποτάμιο λιμάνι στον Ατλαντικό, στις εκβολές του… … Dictionary of Greek
τρομπλόν — το, Ν ειδική χοάνη προσαρμοζόμενη στο πρόσθιο τμήμα τής κάννης διαφόρων παλαιών φορητών όπλων και κυρίως τών οπλοβομβιδοβολων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tromblon «είδος όπλου, τρομπόνι»] … Dictionary of Greek
Εκστάιν, Μπίλι — (Billy Eckstine, Πίτσμπουργκ 1914 – Πίτσμπουργκ 1993). Αμερικανός μουσικός. Πολυσύνθετο ταλέντο της τζαζ του μεσοπολέμου, ο Ε. ήταν παράλληλα τραγουδιστής και έπαιζε τρομπέτα, τρομπόνι και κιθάρα. Την περίοδο 1939 43 συμμετείχε στη μεγάλη μπάντα… … Dictionary of Greek